Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κόρνφλαουρ — το λεπτή λευκή σκόνη από άμυλο αραβοσίτου ή από άλλα σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corn flour «αραβοσιτάλευρο»] … Dictionary of Greek